- ωιετο
- ὠΐετοнестяж. = ᾤετο См. ωετο
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὠίετο — ὠΐετο , οἴομαι forebode imperf ind mp 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤιετο — ᾤετο , οἴομαι forebode imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον … Dictionary of Greek